σιτόβολον
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English (LSJ)
τό, v. σιτοβολών.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το σιτοβόλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + θ. βολ- του βάλλω (πρβλ. βόλος) + κατάλ. -ον].