συντήρησις
From LSJ
οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
English (LSJ)
εως, ἡ, preservation, PTeb.725.9 (ii B.C.), BGU 1835.16 (i B.C.), 1Enoch 1.8, Gal.1.115; ἡ ἑαυτοῦ σ. Hierocl. p.33 A.
Greek (Liddell-Scott)
συντήρησις: ἡ, διατήρησις, εἰς μνήμης συντήρησιν Εὐμάθ. 445· τὰ μέγιστα πρὸς τὴν τῆς ὑγιείας συντήρησιν λυσιτελούσης Συμεὼν Σὴθ ἐν Bandin. Bibl. Med. τ. 1, σ. 264 ἐν τέλ.