Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
Full diacritics: κῠνόμορφος | Medium diacritics: κυνόμορφος | Low diacritics: κυνόμορφος | Capitals: ΚΥΝΟΜΟΡΦΟΣ |
Transliteration A: kynómorphos | Transliteration B: kynomorphos | Transliteration C: kynomorfos | Beta Code: kuno/morfos |
ὁ, = κρόκος, Ps.-Dsc.1.26.
κῠνόμορφος: -ον, παρὰ Διοσκ. 1. 25, ὡς συνών. τοῦ κρόκος.
κυνόμορφος, ὁ (Α)
το φυτό κρόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -μορφος (< μορφή)].