λυσσητικός

Revision as of 21:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ή, όν, driving mad, πρὸς τἀφροδίσια Ael.NA12.10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
transporté d'un désir furieux.
Étymologie: λυσσάω.

Greek (Liddell-Scott)

λυσσητικός: -ή, -όν, μανιώδης, ὁρμητικός, πρὸς τἀφροδίσια Αἰλ. π. Ζ. 12. 10.

Greek Monolingual

λυσσητικός, -ή, -όν (Α) λυσσητής
μανιώδης, ορμητικός.