μεσαμβρινός
From LSJ
English (LSJ)
v. μεσημβρινός.
Greek Monolingual
μεσαμβρινός, -ά, -όν (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μεσημβρινός.
Greek Monotonic
μεσαμβρῐνός: μεσ-αμέριος, Δωρ. αντί μεσ-ημ-.
Full diacritics: μεσαμβρινός | Medium diacritics: μεσαμβρινός | Low diacritics: μεσαμβρινός | Capitals: ΜΕΣΑΜΒΡΙΝΟΣ |
Transliteration A: mesambrinós | Transliteration B: mesambrinos | Transliteration C: mesamvrinos | Beta Code: mesambrino/s |
v. μεσημβρινός.
μεσαμβρινός, -ά, -όν (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μεσημβρινός.
μεσαμβρῐνός: μεσ-αμέριος, Δωρ. αντί μεσ-ημ-.