φλοιορραγής

Revision as of 19:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, with the bark or rind burst, Thphr.HP4.15.2, CP3.18.3, Dsc.1.13.

Greek (Liddell-Scott)

φλοιορρᾰγής: -ές, ὁ ἔχων τὸν φλοιὸν διερρωγότα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4, 15, 2, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 3, Διοσκ. Ι, 12.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για δένδρα) αυτός που έχει σκασμένο φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + -ρραγής (< θ. ραγ- του ῥήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' -ρράγ-ην), πρβλ. πυρι-ρραγής, ψυχο-ρραγής].