φλοιορραγής
From LSJ
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
English (LSJ)
φλοιορραγές, with the bark or rind burst, Thphr. HP 4.15.2, CP3.18.3, Dsc.1.13.
Greek (Liddell-Scott)
φλοιορρᾰγής: -ές, ὁ ἔχων τὸν φλοιὸν διερρωγότα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4, 15, 2, π. Φυτ. Αἰτ. 3. 18, 3, Διοσκ. Ι, 12.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για δένδρα) αυτός που έχει σκασμένο φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + -ρραγής (< θ. ραγ- του ῥήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-ρράγ-ην), πρβλ. πυριρραγής, ψυχορραγής].
German (Pape)
ές, mit aufgeplatzter, geborstener Rinde, Theophr.