κυνοπόταμος

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοπότᾰμος: ὁ, «ποταμόσκυλλος», Achmes Ὀνειροκρ. 158.

Greek Monolingual

κυνοπόταμος, ὁ (Μ)
ο κάστορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + ποταμός.