νεφοποίητος
From LSJ
English (LSJ)
ον, made of clouds, Dam.Isid.69.
Greek (Liddell-Scott)
νεφοποίητος: -ον, πεποιημένος ἐκ νεφῶν, Φώτ.
Greek Monolingual
νεφοποίητος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + ποιῶ].
Full diacritics: νεφοποίητος | Medium diacritics: νεφοποίητος | Low diacritics: νεφοποίητος | Capitals: ΝΕΦΟΠΟΙΗΤΟΣ |
Transliteration A: nephopoíētos | Transliteration B: nephopoiētos | Transliteration C: nefopoiitos | Beta Code: nefopoi/htos |
ον, made of clouds, Dam.Isid.69.
νεφοποίητος: -ον, πεποιημένος ἐκ νεφῶν, Φώτ.
νεφοποίητος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + ποιῶ].