χειρορρέκτης

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120

Greek (Liddell-Scott)

χειρορρέκτης: -ου, ὁ, (ῥέζω) = χειρουργός, Ἡσύχ. (ἔνθα ἡμαρτ. γραφ. χειροέρκτης).

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «χειρουργός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χειροέρκτης θα έπρεπε πιθ. να διορθωθεί σε χειρορρέκτης < χειρ(ο)- + -ρρέκτης (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. μεγαλο-ρρέκτης].