χαμαιβάλανος

Revision as of 20:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[βᾰ], ἡ, = ἄπιος (A) ΙΙ, Dsc.4.175.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιβάλᾰνος: ἡ, εἶδος τιθυμάλλου ἢ «γαλατσίδας», Euphorbia apios, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 4, 174 (177).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
λόγια ονομασία είδους του φυτού ευφόρβιο, κν. γνωστού σήμερα ως γαλατσίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + βάλανος.