μαθηματικά

From LSJ
Revision as of 08:30, 17 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

τα (AM μαθηματικά)
επιστήμη που έχει ως αντικείμενο μελέτης τις χωρικές μορφές και τις ποσοτικές σχέσεις τών αντικειμένων, όπως αυτές αναπτύχθηκαν από την πρακτική αρίθμησης, μέτρησης και περιγραφής τους
νεοελλ.
1. το σχετικό μάθημα που διδάσκεται στα σχολεία
2. το βιβλίο και το τετράδιο για το μάθημα αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. μαθηματικός.

Russian (Dvoretsky)

μᾰθημᾰτικά: τά
1) математика Arst.;
2) астрология или астрономия Sext.