νικητήριον
From LSJ
τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν → measuring happiness by appetite and base desires
Russian (Dvoretsky)
νῑκητήριον: τό
1) (sc. ἆθλον) награда победителю (Arph., Xen. etc.; τὰ νικητήρια φέρειν, φέρεσθαι или κομίζεσθαι Plat.);
2) pl. (sc. ἱερά) празднование победы (ν. ἑστιᾶν Xen., Plut.).
English (Woodhouse)
(see also: νικητήριος) prize of victory