ἀσυλλογίστως
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
French (Bailly abrégé)
adv.
ἀσυλλογίστως ἔχειν τινός PLUT sans raisonner sur qch.
Étymologie: ἀσυλλόγιστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυλλογίστως:
1) непоследовательно, нелогично (λέγειν Arst.);
2) в неведении: ἀ. ἔχειν τινός Plut. совершенно не знать чего-л.