καρπαλίμως
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (Autenrieth)
French (Bailly abrégé)
adv.
rapidement, promptement.
Étymologie: καρπάλιμος.
Russian (Dvoretsky)
καρπᾰλίμως: быстро, стремительно (φέρειν τι Hom.).