θόρνυμαι
English (LSJ)
= θρῴσκω ΙΙ, [S.]Fr.1127.9, Nic.Th.130: 3pl. subj., ἐπεὰν θορνύωνται Hdt.3.109.
German (Pape)
[Seite 1215] = θρώσκω, sich begatten; ἐπεὰν θορνύωνται κατὰ ζεύγεα Her. 3, 109; Nic. Ther. 130; p. bei Eust. Il. 1057. – Pass. ist Theol. arithm. p. 45, 35 ὁ γόνος τῷ ἄῤῥενι θόρνυται εἰς τὴν γυναικείαν μήτραν.
French (Bailly abrégé)
1 jaillir;
2 saillir.
Étymologie: cf. θρῴσκω.
Greek (Liddell-Scott)
θόρνυμαι: ἀποθ., = θρώσκω, ΙΙ, Ποιητ. παρὰ Κλήμ. Ἁλ. 716, Νικ. Θηρ. 130 γ΄πληθ. ὑποτακτ. ἐπεὰν θορνύωνται Ἡρόδ. 3. 109.
Greek Monolingual
θόρνυμαι (Α)
(για ζώα) βατεύω, οχεύω, συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θόρ-νυ-μαι < θ. θορ- του αορ. έ-θορ-ον του θρῴσκω].
Greek Monotonic
θόρνυμαι: ή -ύομαι,
I. αποθ. = θρῴσκω
II. γʹ πληθ. υποτ. θορνύωνται, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
Dep., = θρώσκω II, 3rd pl. subj. θορνύωνται Hdt.