ροδανός

From LSJ
Revision as of 14:05, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. ῥαδινός.

Mantoulidis Etymological

(=τρυφερός, ἁπαλός). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα ραδμέ τίς λέξεις: ροδάνη (=κλωστή), ραδάνη, ραδινός (=ἁπαλός), ροδαλός, ράδαμνος (=ἁπαλό βλαστάρι), ράδιξ (=κλαδί), ρίζα, ἴσως καί τό ρόδον.