ἐξαιρῶ
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Mantoulidis Etymological
(=ἀφαιρῶ, διαλέγω). Σύνθετο ἀπό τό ἐκ + αἱρῶ.
Παράγωγα: ἐξαιρέσιμος, ἐξαίρεσις, ἐξαιρετέος, ἐξαιρετός, ἐξαίρετος.