βραχύβιος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ον, short-lived, Pl.R.546a, Arist.HA494a1, etc.: Comp., Hp.Art.41, Arist.HA501b23; of plants, Thphr.HP4.13.1 (= χειλιδύνιον μέγα, Ps.-Dsc.2.180): Sup. -ώτατος Str.16.4.12.
Spanish (DGE)
-ον
1 de corta vida de pers., Hp.Art.41, Pl.R.546a, D.S.3.29, de animales, Arist.HA 494a1, 501b23, Str.16.4.12, de plantas, Thphr.CP 2.11.7 (= Democr.A.162), Thphr.HP 4.13.1, β. ζωή Mac.Aeg.Serm.B 25.1.4.
2 subst., bot. ἡ β. otro n. de la celidonia Ps.Dsc.2.180.
German (Pape)
[Seite 462] von kurzcm Leben, Plat. Rep. VIII, 546 a u. Folgde; comp., Arist. H. A. 2, 3; superl., Strab.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la vie est courte.
Étymologie: βραχύς, βίος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βραχύβιος -ον βραχύς, βίος kort levend.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχύβιος: недолго живущий, недолговечный Plat., Arst.
Middle Liddell
short-lived, Plat.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM βραχύβιος, -ον)
αυτός που έχει σύντομη ζωή, λιγόζωος.
Greek Monotonic
βρᾰχύβιος: -ον, αυτός που έχει σύντομη ζωή, βραχύ βίο, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχύβιος: -ον, ὁ βραχὺν ἔχων βίον, ὀλιγόζωος, Πλάτ. Πολ. 546A, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 15, 4, κτλ.· -συγκρ., Ἱππ. Ἄρθρ. 807, Ἀριστ.· -οὐσιαστ. βρᾰχῠβιότης, ητος, ἡ βραχυχρονιότης ζωῆς, Ἀριστ. Προβλ. 34. 10 (ἔγραψεν ὡσαύτως καὶ περὶ μακρο- καὶ βραχυβιότητος)· ἐπὶ φυτῶν, Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 13, 1.