недолговечный
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Russian > Greek
ἄχρονος, βραχυχρόνιος, ὀλιγοχρόνιος, ταχύποτμος, μινυνθάδιος, βραχύβιος, ὀλιγόβιος, μινυώριος, ταχύμορος, παναώριος, ὠκύμορος, ἡμέριος, ἁμέριος
ἄχρονος, βραχυχρόνιος, ὀλιγοχρόνιος, ταχύποτμος, μινυνθάδιος, βραχύβιος, ὀλιγόβιος, μινυώριος, ταχύμορος, παναώριος, ὠκύμορος, ἡμέριος, ἁμέριος