πυρίφατος

Revision as of 11:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

English (LSJ)

ον, (θείνω ΙΙ) slain by fire, A.Supp. 633 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 823] vom Feuer zerstört, πὁλις, Aesch. Suppl. 627.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρίφατος -ον [πῦρ, ~ θείνω] door vuur verwoest.

Russian (Dvoretsky)

πῠρίφᾰτος: (ῐ) уничтоженный огнем (πόλις Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίφᾰτος: -ον, (πέφαμαι) ὁ πυρὶ ἀναλωθείς, πυρίφατον τάνδε πελασγίαν [πόλιν] Αἰσχύλ. Ἱκ. 633.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που καταστράφηκε από φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -φατος (< θείνω «φονεύω» — για την εναλλαγή θ-/φ-
βλ. λ. θείνω), πρβλ. δουρί-φατος].