δικτυώδης
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
English (LSJ)
ες,
A = δικτυοειδής, Sch.Ar.V.99, Poll.4.116. II Subst. -ῶδες, τό, = δ. πλέγμα, Hp.Ep.19 (Hermes 53.69).