εὐστροφάλιγξ

Revision as of 17:09, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

[ᾰ], ιγγος, ὁ, ἡ, curly, of hair, AP6.219.18 (Antip.).

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ὁ, ἡ)
bien enroulé.
Étymologie: εὖ, στροφάλιγξ.

Russian (Dvoretsky)

εὐστροφάλιγξ: ιγγος adj. красиво закрученный, вьющийся (κόμη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐστροφάλιγξ: ᾰ, ὁ, ἡ, ἐπὶ κόμης, ἡ καλοὺς βοστρύχους ἔχουσα, ἐδίνησεν δ’ εὐστροφάλιγγα κόμαν Ἀνθ. Π. 6. 219, 18.

Greek Monolingual

εὐστροφάλιγξ, -ιγγος, ὁ, ἡ (Α)
με ωραίους βοστρύχους, σγουρός («ἐδίνησεν δ' εὐστροφάλιγγα κόμην»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στροφάλιγξ «καμπυλότητα»].

Greek Monotonic

εὐστροφάλιγξ: [ᾰ], ὁ, ἡ, σγουρομάλλης, κατσαρός, λέγεται για μαλλιά, σε Ανθ.

Middle Liddell

curly, of hair, Anth.

German (Pape)

ιγγος, schön gekräuselt, κόμη Antip.Sid. 26 (VI.219).