καμπυλότητα

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source

Greek Monolingual

ἡ (AM καμπυλότης) καμπύλος
η ιδιότητα του καμπύλου, κυρτότητα («η καμπυλότητα της επιφάνειας»).