ἀνηνεμία

Revision as of 16:46, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἡ, = νηνεμία, AP9.544 (Adaeus); noted as an archaic form by Luc.Pseudol.29.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
calma, falta de viento del mar AP 9.544 (Adaeus), Luc.Pseudol.29.

Russian (Dvoretsky)

ἀνηνεμία:безветрие Anth., Luc. - см. тж. νηνεμία.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνηνεμία: ἡ, = νηνεμία Ἀνθ. Π. 9. 544· σημειοῦται δὲ ὡς ἀρχαϊκὸς τύπος ὑπὸ Λουκ. Ψευδολογιστ. 29.

Greek Monolingual

ἀνηνεμία, η (Α)
νηνεμία, έλλειψη ανέμου.

Greek Monotonic

ἀνηνεμία: ἡ = νηνεμία, σε Ανθ.

Middle Liddell

[from ἀνην/νεμος, = νηνεμία

German (Pape)

ἡ, die Windstille, Add. 6 (IX.544). Bei Luc. Pseudol. 29 ist das Wort getadelt.