ἀντιρρήγνυμι

Revision as of 17:09, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

break opposite ways, Plu.2.1005b.

Spanish (DGE)

abrir caminos opuestos κἀκεῖνος ἀντιρραγείς ὑποχωρεῖ Plu.2.1005b.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 Pass. ἀντιρραγείς;
briser contre.
Étymologie: ἀντί, ῥήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιρρήγνῡμι: разрывать в обратном направлении (ἀὴρ ἀντιρραγείς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιρρήγνυμι: παθ., ἀντιρρήγνυμαι, ρήγνυμαι καὶ αὐτός, κἀκεῖνος ἀντιρραγεὶς ὑποχωρεῖ Πλούτ. 2.1005Β.

Greek Monolingual

ἀντιρρήγνυμι (Α)
διασπώ, διαχωρίζω.

German (Pape)

dagegen zerreißen, ἀντιρραγείς Plut. qu. Plat. 7.6.