λόχονδε

Revision as of 15:54, 8 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ", -δε." to ", -δε.")

English (LSJ)

Adv., v. λόχος 1.2.

French (Bailly abrégé)

adv.
pour aller en embuscade.
Étymologie: λόχος, -δε.

German (Pape)

zum Hinterhalt, Od. 14.217.

Russian (Dvoretsky)

λόχονδε: adv.
1 в засаду (ἰέναι Hom.);
2 для устройства засады (ἄνδρας ἀριοτῆας κρίνειν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

λόχονδε: Ἐπίρρ., ἴδε λόχος Ι. 2.

Greek Monolingual

λόχονδε (Α)
επίρρ. για ενέδρα, για καρτέριοὔτε λόχονδ' ἰέναι σὺν ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν τέτληκας θυμῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «ενέδρα, καρτέρι» (αιτ. λόχον) + επιρρμ. κατάλ. -δε].

Greek Monotonic

λόχονδε: επίρρ., ενεδρεύοντας, στήνοντας ενέδρα, σε Όμηρ.

Middle Liddell

to ambush, for an ambuscade, Hom.