εἰσορμίζομαι
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
French (Bailly abrégé)
ao. εἰσωρμίσθην ou εἰσωρμισάμην;
1 entrer au port, aborder;
2 entrer pour se mettre à l'abri.
Étymologie: εἰς, ὁρμίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
εἰσορμίζομαι:
1 pass. входить в порт (εἰσορμισθέντες ἕνεκα χειμῶνος Xen.);
2 med. (о кораблях) входить, укрываться (εἰς τὸν ποταμόν Plut.).