ἐκκολυμβάω

Revision as of 19:00, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")

English (LSJ)

plunge into the sea from.., c. gen., ναός E.Hel.1609: abs., Ar.Fr.80, cf. D.S.20.86, Act.Ap.27.42; swim ashore, εἰς τὴν γῆν D.H.5.24, cf. App.Syr.6.

Spanish (DGE)

1 zambullirse, tirarse al agua εὖ γ' ἐξεκολύμβησ' οὑπιβάτης Ar.Fr.82, ἐκκολυμβᾶν ναός tirarse al mar desde la nave E.Hel.1609, οἱ πλεῖστοι δὲ καιομένων τῶν ἀκατίων ἐξεκολύμβησαν D.S.20.86, cf. App.Syr.56, μή τις ἐκκολυμβήσας διαφύγῃ Act.Ap.27.42.
2 emerger ἐξεκολύμβησεν εἰς τὴν γῆν D.H.5.24.

German (Pape)

[Seite 764] herausschwimmen, durch Schwimmen entkommen; ναός Eur. Hel. 1609; D. Sic. 20, 86; εἰς τὴν γῆν Dion. Hal. 5, 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
s'échapper à la nage, en gén. se jeter à la nage.
Étymologie: ἐκ, κολυμβάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκολυμβάω: выплывать, aor. вынырнуть Arph., Diod.: ἐ. ναός Eur. спрыгнув с корабля, спасаться вплавь.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκολυμβάω: κολυμβῶ ἔξω, εἰς τὴν ξηρὰν ἐκ πλοίου, ναὸς Εὐρ. Ἠλ. 1609, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 51· εἰς τὴν γῆν Διον. Ἁλ. 5. 24.

English (Strong)

from ἐκ and κολυμβάω; to escape by swimming: swim out.

English (Thayer)

ἐκκολυμβώ: 1st aorist participle ἐκκολυμβήσας; to swim out of: Euripides, Hel. 1609; Diodorus, Dionysius Halicarnassus).

Greek Monotonic

ἐκκολυμβάω: μέλ. -ήσω, κολυμπώ έξω από, βγαίνω έξω κολυμπώντας, με γεν., σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to swim out of, c. gen., Eur.

Chinese

原文音譯:™kkolumb£w 誒克-可淋巴哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:出去-游水
字義溯源:游水潛逃,游出去,洑水;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(κολυμβάω)=跳入水中)組成;而 (κολυμβάω)出自(κολυμβήθρα)X*=潛水者)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 洑水(1) 徒27:42