ἀνεξάρνητος

From LSJ
Revision as of 12:13, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

German (Pape)

[Seite 223] ohne zu läugnen, Iust. Mart.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξάρνητος: -ον, ὁ μὴ ἐξαρνούμενός τι, μ. γεν. ἀνεξαρνήτους ἡμᾶς γίνεσθαι τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ Ἰουστῖν. Μάρτ. πρὸς Τρύφ. σ. 195.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no negado, no rehusado μενούσης μοι τῆς κατὰ θεὸν πολιτείας ἀνεξαρνήτου Tat.Orat.42.
2 innegable, incontestable εἰς ἀνεξάρνητον μαρτύριον τοῦ θανάτου A.Io.9.
3 que no niega ἀνεξαρνήτους ἡμᾶς ... τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ Iust.Phil.Dial.30.2.
II adv. -ως sin denegación, A.Mart.13.5.3.