ῥευμάτιον
English (LSJ)
τό, Dim. of A ῥεῦμα 111, Arist. Pr.901a3. 2 rivulet, Plu.Thes.27.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit cours d’eau, ruisseau.
Étymologie: dim. de ῥεῦμα.
Russian (Dvoretsky)
ῥευμάτιον: (ᾰ) τό [demin. к ῥεῦμα поток, ручей Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ῥευμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ῥεῦμα, παταμίσκος, ῥυάκιον, Ἀριστ. Προβλ. 11, 18, Πλουτ. Θησ. 27.
Greek Monolingual
τὸ, Α ῥεῦμα, -ατος
1. καταρροή ελαφράς μορφής
2. μικρό ρεύμα, ρυάκι («ταφῆναι παρὰ τὸ ῥευμάτιον», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ῥευμάτιον: τό, υποκορ. του ῥεῦμα, ποταμάκι, ρυάκι, σε Πλούτ.