ψυλλοβότανο
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Greek Monolingual
το, Ν
βοτ. το ψυλλόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψύλλος + βότανο].
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
το, Ν
βοτ. το ψυλλόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψύλλος + βότανο].