θυμιατίζω
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
= θυμιάω, Gp.6.13.3:—Med., ib.6.12.1 θῡμι-ᾱτικός, ή, όν, A good for burning as incense, σώματα Pl.Ti.61c.