θριγγός

Revision as of 10:47, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

later form for θριγκός.

German (Pape)

[Seite 1218] Sp., weichere Formen für θριγκίον, θριγκός; – θριγγεῖον, Eum., ist f. l.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
réc. c. θριγκός.

Greek Monolingual

θριγγός, ὁ (Α)
βλ. θριγκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του θριγκός].

Russian (Dvoretsky)

θριγγός: ὁ Plut. = θριγκός.