ἀκινδύνως
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
French (Bailly abrégé)
adv.
sans danger.
Étymologie: ἀκίνδυνος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκινδύνως: (ῡ) в безопасности, безопасно (οἰκεῖν Thuc.; ζῆν Xen.; διαπορευθῆναι ἐπὶ ὀχήματος Plat.; λύειν τὸν πόλεμον Plut.).
English (Woodhouse)
(see also: ἀκίνδυνος) without danger, without risk