δημεραστής

Revision as of 13:56, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, friend of the people, Pl.Alc.1.132a, D.C.47.38:— hence substantive δημεραστία, ἡ, Poll.3.65, and Adj. δημεραστικός, ή, όν, friendly to the people, Procl.in Alc.p.146 C.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Grafía: acent. δημεράστ- D.C.47.38.3
enamorado del pueblo, amigo del pueblo irón., de Alcibíades φοβοῦμαι μὴ δ. ἡμῖν γενόμενος διαφθαρῇς Pl.Alc.1.132a, δημεράσται ... ἀκριβῶς ὄντες D.C.l.c., cf. Poll.3.65, 9.10
peyor. δημολόγος τε καὶ δ. Them.Or.26.315a, de los sofistas δημερασταὶ καὶ δημοκόλακες op. πολιτικοί Mich.in EN 616.13.

German (Pape)

[Seite 561] ὁ, Volkssecund, Plat. Alc. I, 132 a; auch Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
ardent ami du peuple.
Étymologie: δῆμος, ἐραστής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημεραστής -οῦ, ὁ [δῆμος, ἐραστής] vriend van het volk.

Russian (Dvoretsky)

δημεραστής: οῦ ὁ народолюб, друг народа Plat.

Greek Monolingual

δημεραστής, ο (Α)
ο εραστής του δήμου
αυτός που επιδεικνύει υπερβολική αγάπη για τον λαό.

Greek Monotonic

δημεραστής: -οῦ, ὁ, αυτός που αγαπά το λαό, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

δημεραστής: -οῦ, ὁ, φίλος τοῦ λαοῦ, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 132Α.

Middle Liddell

a friend of the people, Plat.