ἀρσενογενής

Revision as of 18:29, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ές, male, γένος A.Supp.818 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ές masculino, viril γένος A.Supp.818.

German (Pape)

[Seite 361] altatt. = ἀῤῥενογενής, u. so ä.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
du sexe masculin.
Étymologie: ἄρρην, γένος.

Russian (Dvoretsky)

ἀρσενογενής: мужского пола, мужской (γένος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρσενογενής: -ές, ἄρρην, γένος Αἰσχύλ. Ἱκ. 818.

Greek Monolingual

ἀρσενογενής, -ές (Α)
ο ανδρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, -ενος + -γενής < γένος].