άρσην
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
Greek Monolingual
βλ. άρρην.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αρχαίος όρος, που χρησιμοποιήθηκε για τη δήλωση του αρσενικού γένους. Ο τ. απαντά ήδη από την αρχαία εποχή και στην επιστημονική ορολογία (γραμματική, βοτανική) για να δηλώσει αντιστοίχως το αρσ. γένος των ονομάτων και των φυτών. Ετυμολογικά ο τ. άρσην, -ενός ανάγεται στη ρίζα ers-, της οποίας αποτελεί τη συνεσταλμένη βαθμίδα (rs-), που απαντά επίσης στο αρχ. ινδ. ŗsα-bhά - «ταύρος». Απίθανη θεωρείται η σύνδεση με το αρχ. ινδ. άrsαti «κινούμαι ζωηρά, τρέχω». Τέλος, ο συσχετισμός του τ. άρσην με την οικογένεια λέξεων που ανάγεται στη ρίζα vers- «βροχή, δροσιά» (πρβλ. έρση, λατ. verres, αβεστ. var∂šni-, αρχ. ινδ. vŗsαbhά-) δεν θεωρείται αποδεκτός. Ο αττ. τ. άρρην προήλθε από το άρσην με αφομοίωση.
ΠΑΡ. αρσενικός.
ΣΥΝΘ. αρσενοκοίτης
αρχ.
αρσενογενής, αρσενόθηλυς, αρσενόθυμος, αρσενόμορφος, αρσενοπληθής, αρσενόφρων].