κατατροπόομαι

Revision as of 17:11, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
mettre en fuite.
Étymologie: κατά, τρέπω.

Greek (Liddell-Scott)

κατατροπόομαι: ἀποθ., τρέπω εἰς φυγήν, ὡς τὸ κατατρέπω, τινὰ Αἴσωπ. καὶ Βυζ.· καὶ ὁ Παθ. ἀόρ., κατατροπωθεὶς τῷ εὐτυχήματι Ἰωσήπ. Γένεσ. σ. 46D· ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεργ., ἀναιροῦσαι καὶ ἀνατροποῦσαι Αἴσωπ. 175.

Russian (Dvoretsky)

κατατροπόομαι: обращать в бегство Aesop.

German (Pape)

in die Flucht schlagen, Sp., wie Jos.; auch im act., Aesop., zweifelhaft.