ἀκατασχέτως
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
French (Bailly abrégé)
adv.
sans pouvoir être contenu.
Étymologie: ἀκατάσχετος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατασχέτως: неудержимо, безудержно (φέρεσθαι πρὸς τὸν κίνδυνον Plut.; ἵεσθαι ἐπί τινα Diod.).