ἀκατασχέτως
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
French (Bailly abrégé)
adv.
sans pouvoir être contenu.
Étymologie: ἀκατάσχετος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατασχέτως: неудержимо, безудержно (φέρεσθαι πρὸς τὸν κίνδυνον Plut.; ἵεσθαι ἐπί τινα Diod.).