ἀκατασχέτως
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
French (Bailly abrégé)
adv.
sans pouvoir être contenu.
Étymologie: ἀκατάσχετος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατασχέτως: неудержимо, безудержно (φέρεσθαι πρὸς τὸν κίνδυνον Plut.; ἵεσθαι ἐπί τινα Diod.).