ἑρμογλυφική
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
s.e. τέχνη;
l'art de la statuaire.
Étymologie: ἑρμογλύφος.
Russian (Dvoretsky)
ἑρμογλῠφική: ἡ (sc. τέχνη) Luc. = ἑρμογλυφία.