ἐπισπερχῶς
From LSJ
οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks
French (Bailly abrégé)
adv.
en hâte, avec empressement.
Étymologie: ἐπισπερχής.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισπερχῶς: поспешно, немедленно (τοῖς ἄλλοις ἐ. παρεγγυᾶν Xen.).