γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
adv.à l'égal de, τινι.Étymologie: ἐνάμιλλος.
ἐνᾰμίλλως: наравне: ἐ. τοῖς μάλιστα εὐτυχηκόσιν Isocr. не уступая наиболее одаренным.