μυρτάκανθος
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
[ᾰκ], ὁ, = μυρσίνη ἀγρία, Dsc.4.144.
Greek Monolingual
μυρτάκανθος, ὁ (Α)
το φυτό μυρσίνη η αγρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + ἄκανθος.