τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger
adv.utilement, commodément;Cp. χρηστικώτερον.Étymologie: χρηστικός.
χρηστικῶς: с пользой, на пользу (πρός τινα Plut.).