Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
dor. c. ἀγοράζω.
ἀγοράσδω: дор. Theocr. = ἀγοράζω.
ἀγοράσδω: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἀγοράζω, Θεόκρ. 15, 16.
ἀγοράσδω: Δωρ. αντί ἀγοράζω.