κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
λογχέα, ἡ (Μ)τρύπημα με λόγχη, λογχισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + κατάλ. -έα (πρβλ. λαβωματ-έα)].