Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
λογχέα, ἡ (Μ)τρύπημα με λόγχη, λογχισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + κατάλ. -έα (πρβλ. λαβωματέα)].