λωβάστρα

From LSJ
Revision as of 14:38, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source

Greek Monolingual

λωβάστρα, ἡ (Μ)
τόπος όπου συχνάζουν οι λεπροί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβα «λέπρα» + κατάλ. -στρα, αναλογικά προς τα ουσ. σε -στρα (πρβλ. κονί-στρα)].